συσπουδαστής

συσπουδαστής
ο
θηλ. -άστρια αυτός που σπουδάζει μαζί με άλλον, συμφοιτητής, συμμαθητής.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συσπουδαστής — ο, ΝΜ, και θηλ. συσπουδάστρια Ν [συσπουδάζω] νεοελλ. αυτός που σπουδάζει μαζί με άλλους, συμμαθητής ή συμφοιτητής μσν. αυτός που προθυμοποιείται μαζί με άλλον για την εκτέλεση ενός έργου …   Dictionary of Greek

  • συμφιλόλογος — ὁ, Α συσπουδαστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + φιλόλογος «αυτός που σπουδάζει τη φιλολογία»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”